- ξεψαχνίζω
- ξεψαχνίζω, ξεψάχνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεψαχνίζω — 1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και τό τρώω 2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ξεψαχνίζω — ξεψάχνισα 1. βγάζω το ψαχνό από το κόκαλο. 2. λεπτολογώ: Πολύ τα ξεψαχνίζεις τα πράγματα. 3. μτφ., εκμεταλλεύομαι κάποιον, του αφαιρώ χρήματα: Έχουν ένα θείο που τον ξεψαχνίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεψάχνισμα — το [ξεψαχνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεψαχνίζω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ανερωτώ — ησα, ρωτώ ενοχλητικά, εξετάζω, ξεψαχνίζω: Τον ανερωτούσε τι είχε γίνει στο καράβι εκείνη τη μέρα που χάθηκε ο ανιψιός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεψάχνισμα — το, ατος 1. η πράξη του ξεψαχνίζω, αφαίρεση ψαχνού κρέατος από τα κόκαλα. 2. λεπτομερής έρευνα, εξέταση. 3. εκμετάλλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλογνέθω — ψιλόγνεσα, ψιλογνεσμένος 1. γνέθω τα μαλλιά σε πολύ λεπτά νήματα. 2. ψιλολογώ, ξεψαχνίζω. 3. η παροιμία, «Όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί», δηλώνει ότι αυτοί που λεπτολογούν πολλές φορές βγαίνουν ζημιωμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)